- χηραίνω
- χηρ-αίνω,A to be parted from one's husband, Herod.1.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηραίνω — Α [χήρα] στερούμαι τον ή την σύζυγό μου λόγω θανάτου ή αποδήμησης σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek